- σπογγοειδεῖς
- σπογγοειδήςsponge-likemasc/fem acc plσπογγοειδήςsponge-likemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
ενδοπαρασιτισμός ή ενδοκυτταρικός παρασιτισμός — Μορφή παρασιτισμού κατά την οποία το παράσιτο ζει και πολλαπλασιάζεται στο εσωτερικό του κυττάρου του ξενιστή. Οι ιοί αναφέρονται ως ενδοκυτταρικά παράσιτα, επειδή χρειάζονται υποχρεωτικά ένα κύτταρο ξενιστή για την αναπαραγωγή και την έκφραση… … Dictionary of Greek